καταινέσαντα

καταινέσαντα
καταινέω
agree to
aor part act neut nom/voc/acc pl
καταινέω
agree to
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταξενούμαι — καταξενοῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι δεκτός ως ξένος, μέ φιλοξενεί κάποιος με ευχαρίστηση («καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”